- νομίζεται
- νομίζωuse customarilypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
κατάγελως — κατάγελως, έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, ον) το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.) αρχ. εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γελως (< γέλως), πρβλ. διά γελως, περί… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek
σύμφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, την ίδια άποψη με άλλον 2. ευνοϊκός («οἵ τ ἔσω δωμάτων πλουτογαθῆ μυχὸν νομίζεται, κλῡτε, σύμφρονες θεοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ἐπί φρων] … Dictionary of Greek
νομίζεθ' — νομίζετε , νομίζω use customarily pres imperat act 2nd pl νομίζετε , νομίζω use customarily pres ind act 2nd pl νομίζεται , νομίζω use customarily pres ind mp 3rd sg νομίζετο , νομίζω use customarily imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) νομίζετε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίζετ' — νομίζετε , νομίζω use customarily pres imperat act 2nd pl νομίζετε , νομίζω use customarily pres ind act 2nd pl νομίζεται , νομίζω use customarily pres ind mp 3rd sg νομίζετο , νομίζω use customarily imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) νομίζετε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)